στο λεξικό PONS
Ver·zug <-[e]s> ΟΥΣ αρσ kein πλ
1. Verzug (Rückstand):
2. Verzug kein πλ (Aufschub):
3. Verzug ΜΕΤΑΛΛΕΥΤ:
4. Verzug ιδιωμ veraltend (Lieblingskind):
- Verzug
-
-
- Verzug αρσ <-(e)s>
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Verzug ΟΥΣ αρσ ΕΜΠΌΡ
- Verzug
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.