στο λεξικό PONS
I. in·sol·vent [ɪnˈsɒlvənt, αμερικ -ˈsɑ:l-] ΕΠΊΘ αμετάβλ
-
- zahlungsunfähig ειδικ ορολ
in·sol·ven·cy [ɪnˈsɒlvən(t)si, αμερικ -ˈsɑ:l-] ΟΥΣ no pl ΟΙΚΟΝ, ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
insolvency ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
insolvency rate ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
insolvency estate ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
insolvency risk ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
insolvent ΕΠΊΘ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
insolvency order ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
-
- Insolvenzordnung θηλ
insolvency ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
insolvency cost ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
risk of insolvency ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
insolvency law ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.