Echt·heit <-> ΟΥΣ θηλ kein πλ
1. Echtheit (das Echtsein):
- Echtheit
-
- Echtheit
-
2. Echtheit (Aufrichtigkeit):
- Echtheit
-
3. Echtheit ΤΥΠΟΓΡ (Farbe):
- Echtheiten πλ
-
- Bestätigung Richtigkeit, Echtheit
-
-
- Echtheit θηλ <->
-
- Echtheit θηλ <->
-
- Echtheit θηλ <->
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.