στο λεξικό PONS
typi·cal [ˈtɪpɪkəl] ΕΠΊΘ
-
- typical
- etw ist bezeichnend für jdn/etw
-
- idealtypisch τυπικ
- ideal-typical
-
- typical
-
- typical
- kennzeichnend für jdn/etw sein
-
-
- typical
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
non-typical silent partner ΟΥΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣ ΔΟΜ
non-typical silent partnership ΟΥΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣ ΔΟΜ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
typical cross section ΥΠΟΔΟΜΉ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.