στο λεξικό PONS
pos·ses·sive ˈpro·noun ΟΥΣ
pos·ses·sive [pəˈzesɪv] ΕΠΊΘ
1. possessive (not sharing):
2. possessive (jealous):
3. possessive ΓΛΩΣΣ (showing possession):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- positivist
- positivistic
- positron
- poss
- posse
- possessive pronoun
- possessor
- posset
- possibility
- possibility for relief
- possible