στο λεξικό PONS
 
  
  
  
 -  
-  Verschuldung θηλ <-, -en>
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
 
  
 Verschuldung ΟΥΣ θηλ ΑΣΦΆΛ
-  Verschuldung (Verantwortlichkeit für einen Schaden)
-  
Verschuldung ΟΥΣ θηλ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
-  Verschuldung (Grad des Verschuldetseins)
-  
durchhaltbare Verschuldung phrase ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
-  durchhaltbare Verschuldung
-  
 
  
 PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
