στο λεξικό PONS
sus·tain·abil·ity [səˌsteɪnəˈbɪləti, αμερικ -ət̬i] ΟΥΣ no pl
1. sustainability (ability to be maintained):
- sustainability
-
- sustainability
-
- sustainability
-
2. sustainability ΟΙΚΟΛ:
- sustainability
-
- sustainability
-
sustainability ΟΥΣ
- sustainability
-
sus·tain·aˈbil·ity fund ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
- sustainability fund
-
- Nachhaltigkeit θηλ
- sustainability
-
- environmental sustainability
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
debt sustainability ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
- debt sustainability
-
debt sustainability analysis ΟΥΣ CTRL
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
sustainability triangle
- sustainability triangle
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.