στο λεξικό PONS
sus·tain·able de·ˈvel·op·ment ΟΥΣ no pl ΟΙΚΟΝ, ΟΙΚΟΛ
sus·tain·able [səˈsteɪnəbl̩] ΕΠΊΘ
1. sustainable (maintainable):
2. sustainable ΟΙΚΟΛ:
I. de·vel·op·ment [dɪˈveləpmənt] ΟΥΣ
1. development no pl:
2. development (new event):
4. development ΜΟΥΣ:
- development of a theme
-
- development of a theme
-
5. development ΣΚΆΚΙ (moving):
II. de·vel·op·ment [dɪˈveləpmənt] ΟΥΣ modifier
sustainable ΕΠΊΘ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
development ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
-
- Erschließung θηλ
-
- Förderung θηλ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
sustainable spatial development
development ΟΥΣ ΟΙΚΟΛ, ΟΙΚΟΝ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
sustainable ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.