στο λεξικό PONS
 
  
 Er·schlie·ßung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
1. Erschließung ΟΙΚΟΔ, ΟΙΚΟΝ, ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ (das Zugänglichmachen):
-  Erschließung eines Gebiets
-  
2. Erschließung ΓΕΩΛ, ΟΙΚΟΝ (das Nutzbarmachen):
-  Erschließung
-  
3. Erschließung ΓΛΩΣΣ (Schlussregel):
-  Erschließung
-  
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
 
  
 Erschließung ländlicher Gebiete phrase ΑΚΊΝ
 
  
 -  
-  Erschließung θηλ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
-  
-  industrielle Erschließung
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
