στο λεξικό PONS
Markt <-[e]s, Märkte> [markt, πλ ˈmɛrktə] ΟΥΣ αρσ
1. Markt (Wochenmarkt):
2. Markt (Marktplatz):
3. Markt ΟΙΚΟΝ, ΧΡΗΜΑΤΟΠ:
Fu·tures-Markt [ˈfju:tʃəʳz-] ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
gespaltener Markt ΟΥΣ αρσ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
gesättigter Markt phrase ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Neuer Markt ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
geregelter Markt phrase ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
Euro-Markt ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Forward-Markt ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
atomistischer Markt phrase ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.