στο λεξικό PONS
er·neu·er·bar ΕΠΊΘ
1. erneuerbar (sich erneuern lassend):
2. erneuerbar (regenerativ):
- renewables pl
- erneuerbare Energiequellen pl
-
- erneuerbare Energien
-
- erneuerbare Energieträger
-
- nicht erneuerbare Ressourcen
- sustainable resources
-
-
- erneuerbare Energien
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
erneuerbar ΕΠΊΘ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
erneuerbar ΕΠΊΘ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.