στο λεξικό PONS
I. re·new·able [rɪˈnju:əbl̩, αμερικ esp -ˈnu:-] ΕΠΊΘ αμετάβλ
1. renewable energy sources:
- renewable
-
- renewable energies pl
-
2. renewable contract, documents, passport:
- renewable
-
II. re·new·able [rɪˈnju:əbl̩, αμερικ esp -ˈnu:-] ΟΥΣ
non-re·ˈnew·able ΕΠΊΘ αμετάβλ
2. non-renewable ΟΙΚΟΛ (exhaustable):
- non-renewable resources, source of energy
-
non-re·new·able re·ˈsources ΟΥΣ πλ
renewable resources ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
renewable ΕΠΊΘ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
- renewable (Vertrag)
-
-
- renewable
-
- renewable energies πλ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- renewable energies pl