Oxford Spanish Dictionary
renewable [αμερικ rəˈn(j)uəb(ə)l, βρετ rɪˈnjuːəbəl] ΕΠΊΘ
1. renewable contract/lease/bill of exchange:
- renewable
-
2. renewable ΟΙΚΟΛ:
- renewable energy/resources
-
- renewable energy/resources
-
-
- renewable
-
- renewable energy
στο λεξικό PONS
renewable [rɪ·ˈnu·ə·bəl] ΕΠΊΘ
- renewable
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.