στο λεξικό PONS
er·neu·er·bar ΕΠΊΘ
1. erneuerbar (sich erneuern lassend):
- erneuerbar
-
- erneuerbar
-
2. erneuerbar (regenerativ):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
erneuerbar ΕΠΊΘ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
- erneuerbar (Ressourcen)
-
-
- erneuerbar
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.