

I. er·neu·ert ΡΉΜΑ
erneuert μετ παρακειμ und 1. pers. ενικ von erneuern
II. er·neu·ert ΕΠΊΘ
- erneuert
-
- rundum erneuert
-
er·neu·ern* [ɛɐ̯ˈnɔyɐn] ΡΉΜΑ μεταβ
2. erneuern (renovieren):
er·neu·ern* [ɛɐ̯ˈnɔyɐn] ΡΉΜΑ μεταβ
2. erneuern (renovieren):


PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.