rund·um [ˈrʊntˈʔʊm] ΕΠΊΡΡ
2. rundum (völlig):
- rundum
- completely [or totally]
- rundum erneuert
-
-
- rundum
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.