στο λεξικό PONS
for·est·ry [ˈfɒrɪstri, αμερικ ˈfɔ:r-] ΟΥΣ no pl
sus·tain·able [səˈsteɪnəbl̩] ΕΠΊΘ
1. sustainable (maintainable):
2. sustainable ΟΙΚΟΛ:
sustainable ΕΠΊΘ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
sustainable forestry
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
sustainable ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.