στο λεξικό PONS


for·est·ry [ˈfɒrɪstri, αμερικ ˈfɔ:r-] ΟΥΣ no pl
- forestry
-
ˈFor·est·ry Com·mis·sion ΟΥΣ βρετ
- Forestry Commission
- Forstbehörde θηλ


-
- forestry
-
- forestry no πλ, no αόρ άρθ
-
- forestry no πλ
- Waldarbeiter(in)
- forestry worker
-
- forestry official
-
- forestry district
-
- forestry scientist
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
sustainable forestry
- sustainable forestry
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.