στο λεξικό PONS
I. ro·man [ˈrəʊmən, αμερικ ˈroʊ-] ΤΥΠΟΓΡ ΕΠΊΘ αμετάβλ
- roman
- Antiqua- ειδικ ορολ
- roman type
- Antiquaschrift θηλ
I. Ro·man [ˈrəʊmən, αμερικ ˈroʊ-] ΕΠΊΘ αμετάβλ
ro·man-à-clef <pl romans-à-clef> [rəʊˌmɑ͂:nɑ:ˈkleɪ, αμερικ ˈroʊ-] ΟΥΣ
Graeco-Ro·man [ˌgri:kəʊˈrəʊmən, αμερικ ˌgri:koʊˈroʊmən] ΕΠΊΘ αμετάβλ
- Graeco-Roman
-
Greco-Ro·man [ˌgri:kəʊˈrəʊmən, αμερικ ˌgri:koʊˈroʊmən] ΕΠΊΘ αμετάβλ esp αμερικ
- Greco-Roman
-
Ro·man ˈal·pha·bet ΟΥΣ
- Roman alphabet
-
Ro·man Ca·ˈtholi·cism ΟΥΣ no pl
- Roman Catholicism
-
Ro·man ˈcan·dle ΟΥΣ
- Roman candle
-
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.