στο λεξικό PONS
Ri·si·ko <-s, -s [o. Risiken] [o. A a. Risken]> [ˈri:ziko] ΟΥΣ ουδ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Overnight-Risiko ΟΥΣ ουδ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Delkredere-Risiko ΟΥΣ ουδ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
wirtschaftliches Risiko phrase ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Settlement-Risiko ΟΥΣ ουδ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Risiko-Controlling ΟΥΣ ουδ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.