στο λεξικό PONS
Con·trol·ling <-s> [kənˈtroʊlɪŋ] ΟΥΣ ουδ kein πλ
- Controlling
- controlling no πλ
- Controlling
-
- Controlling
-
Con·trol·ling-Ab·tei·lung <-, -en> ΟΥΣ θηλ ΟΙΚΟΝ
- Controlling-Abteilung
- controlling department
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Risiko-Controlling-Instrument ΟΥΣ ουδ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
- Risiko-Controlling-Instrument
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.