στο λεξικό PONS
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Settlement ΟΥΣ ουδ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
- Settlement (dingliche Erfüllung börslicher und außerbörslicher Geschäfte)
- settlement
Settlement Price ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
- Settlement Price (täglicher Abrechnungskurs)
- settlement price
Cash Settlement ΟΥΣ ουδ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
- Cash Settlement (Barausgleich)
- cash settlement
Settlement-Preis ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
- Settlement-Preis (täglicher Abrechnungspreis)
- settlement price
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.