στο λεξικό PONS
- to have extraterritorial rights ΝΟΜ
- diplomatischen Status genießen
- status
- Status αρσ <-, Stạ·tu̱s>
-
- Status αρσ <-, Stạ·tu̱s>
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Status ΟΥΣ αρσ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
- Status (Finanzlage)
- status
Settlement-Status ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
- Settlement-Status
-
-
- Settlement-Status αρσ
- status (Finanzlage)
- Status αρσ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.