στο λεξικό PONS
Brot <-[e]s, -e> [bro:t] ΟΥΣ ουδ
1. Brot:
2. Brot:
3. Brot (Arbeit, Unterhalt):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
täglicher Abrechnungspreis phrase ΧΡΗΜΑΤΑΓ
- täglicher Abrechnungspreis (Tagesendbewertungskurs, Tagesendwert)
-
täglicher Abschlussbericht phrase ΛΟΓΙΣΤ
- täglicher Abschlussbericht (täglicher Revisionsbericht)
-
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
- durchschnittlicher täglicher Verkehr ΠΑΡΑΚΟΛ ΤΗς ΚΥΚΛΟΦ, ΚΥΚΛΟΦ ΡΟΉ, ΠΡΟΤΥΠΟΠ
-
- durchschnittlicher täglicher Verkehr ΠΑΡΑΚΟΛ ΤΗς ΚΥΚΛΟΦ, ΚΥΚΛΟΦ ΡΟΉ, ΠΡΟΤΥΠΟΠ
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.