I. be·den·ken·los ΕΠΊΡΡ
1. bedenkenlos (ohne Überlegung):
2. bedenkenlos (skrupellos):
- bedenkenlos
-
II. be·den·ken·los ΕΠΊΘ
- bedenkenlos
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.