στο λεξικό PONS
- limit
- Limit ουδ <-s, -s>
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Limit ΟΥΣ ουδ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
- Limit (Grenze)
- limit
Settlement-Limit ΟΥΣ ουδ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
- Settlement-Limit
- settlement limit
VaR-Limit ΟΥΣ ουδ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Stresstest-Limit ΟΥΣ ουδ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
- Stresstest-Limit
-
Limit Down phrase ΧΡΗΜΑΤΑΓ
-
- limit down
Stop-Loss-Limit ΟΥΣ ουδ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Stop-Limit-Order ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Value-at-Risk-Limit ΟΥΣ ουδ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.