στο λεξικό PONS
Down <-s, -s> [daʊn] ΟΥΣ ουδ ΠΥΡΗΝ ΦΥΣ
- Down (Elementarladung)
- down
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Bottom-down ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
- Bottom-down (Optionsscheinform)
- bottom down
Bottom-down-Schein ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
-
- bottom down certificate
Top-Down-Prinzip ΟΥΣ ουδ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Limit Down phrase ΧΡΗΜΑΤΑΓ
-
- limit down
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.