στο λεξικό PONS
Be·trach·tung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
1. Betrachtung (das Anschauen):
- Betrachtung
-
2. Betrachtung (Überlegung, Untersuchung):
- Betrachtung
-
- scharfe Betrachtung
-
-
- Betrachtung θηλ <-, -en>
-
- Betrachtung θηλ <-, -en>
-
- Betrachtung θηλ <-, -en>
-
- Betrachtung θηλ <-, -en>
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Worst-Case-Betrachtung ΟΥΣ θηλ CTRL
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.