στο λεξικό PONS
un·güns·tig [ˈʊngʏnstɪç] ΕΠΊΘ
Fall2 <-[e]s, Fälle> [fal, πλ ˈfɛlə] ΟΥΣ αρσ
1. Fall (Umstand, Angelegenheit):
2. Fall ΝΟΜ (Rechtssache):
Fall1 <-[e]s, Fälle> [fal, πλ ˈfɛlə] ΟΥΣ αρσ
1. Fall kein πλ (das Hinunterfallen):
2. Fall (Sturz):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Szenario bei ungünstigster Entwicklung phrase ΧΡΗΜΑΤΑΓ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- Unglückstag
- Unglückszahl
- Ungnade
- ungnädig
- ungültig
- ungünstigster
- ungut
- unhaltbar
- unhandlich
- unharmonisch
- Unheil