I. hoff·nungs·los ΕΠΊΘ
II. hoff·nungs·los ΕΠΊΡΡ
1. hoffnungslos (ohne Hoffnung):
2. hoffnungslos (völlig):
3. hoffnungslos οικ (ausweglos):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.