στο λεξικό PONS
I. zeit·lich ΕΠΊΘ
1. zeitlich (den Zeitverlauf betreffend):
II. zeit·lich ΕΠΊΡΡ
1. zeitlich (terminlich):
- zeitlich uneingeschränkt
-
- zeitlich begrenztes Nutzungsverhältnis
-
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.