στο λεξικό PONS
Fall1 <-[e]s, Fälle> [fal, πλ ˈfɛlə] ΟΥΣ αρσ
1. Fall kein πλ (das Hinunterfallen):
2. Fall (Sturz):
Fall2 <-[e]s, Fälle> [fal, πλ ˈfɛlə] ΟΥΣ αρσ
1. Fall (Umstand, Angelegenheit):
2. Fall ΝΟΜ (Rechtssache):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Zwei-Anlagen-Fall ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.