στο λεξικό PONS
I. fi·nan·zi·ell [finanˈtsi̯ɛl] ΕΠΊΘ
II. fi·nan·zi·ell [finanˈtsi̯ɛl] ΕΠΊΡΡ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
- sich αιτ [finanziell] verausgaben
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
finanzielles Gleichgewicht phrase ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
- finanzielles Gleichgewicht
-
-
- finanzielles Gleichgewicht ουδ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.