στο λεξικό PONS
ab·hän·gig ΕΠΊΘ
3. abhängig (süchtig):
4. abhängig ΓΛΩΣΣ (untergeordnet):
- abhängig
-
abhängig ΕΠΊΘ
- voneinander abhängig
-
- abhängig Beschäftigte
-
- abhängig Beschäftigte
-
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.