στο λεξικό PONS
weak [wi:k] ΕΠΊΘ
weak-mind·ed [-ˈmaɪndɪd] ΕΠΊΘ μειωτ
1. weak-minded:
weak-willed [-ˈwɪld] ΕΠΊΘ
- weak-willed
-
Goldbach's weak conjecture ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
weak ΕΠΊΘ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
- weak (Aktienkurs: zurückgehend)
-
-
- weak
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.