στο λεξικό PONS
Streu·ung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
1. Streuung ΣΤΡΑΤ (Abweichung):
- Streuung
-
2. Streuung ΜΜΕ (Verbreitung):
- Streuung
-
3. Streuung (Verteilung):
4. Streuung ΙΑΤΡ:
- Streuung
-
-
- Compton-Streuung θηλ
-
- Streuung θηλ <-, -en>
-
- Streuung θηλ <-, -en>
-
- Streuung θηλ <-, -en>
-
- Streuung θηλ <-, -en>
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Streuung ΟΥΣ θηλ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
- Streuung
-
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
-
- Streuung
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.