στο λεξικό PONS
I. ge·ring·fü·gig [gəˈrɪngfy:gɪç] ΕΠΊΘ
- geringfügig
-
II. ge·ring·fü·gig [gəˈrɪngfy:gɪç] ΕΠΊΡΡ
- geringfügig
-
-
- geringfügig
-
- geringfügig ansteigen
-
- geringfügig
-
- geringfügig nachgebende Kurse
- negligible amount
- geringfügig
-
- geringfügig
-
- geringfügig
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.