στο λεξικό PONS
Be·frei·ung <-, -en> ΟΥΣ θηλ πλ selten
1. Befreiung (Freilassen):
2. Befreiung (Befreien aus der Unterdrückung):
- Befreiung
-
3. Befreiung (Freistellung):
4. Befreiung ((körperliche) Erlösung):
5. Befreiung (Erleichterung):
- Befreiung
-
-
- Befreiung θηλ <-, -en>
-
- Befreiung θηλ <-, -en>
-
- Befreiung θηλ <-, -en>
-
- Befreiung θηλ <-, -en>
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.