στο λεξικό PONS
Wech·sel1 <-s, -> [ˈvɛksl̩] ΟΥΣ αρσ
1. Wechsel kein πλ (das Wechseln):
2. Wechsel ΑΘΛ (Übergabe):
Wech·sel2 <-s, -> [ˈvɛksl̩] ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
1. Wechsel (Schuldurkunde):
ei·gen <eigener, eigene, eigenes> [ˈaign̩] ΕΠΊΘ
1. eigen (jdm gehörig):
3. eigen (typisch, kennzeichnend):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
eigener Wechsel phrase ΕΠΕΞΕΡΓ ΣΥΝΑΛΛ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.