στο λεξικό PONS
bright-eyed [ˈbraɪtaɪd] ΕΠΊΘ αμετάβλ
1. bright-eyed (having bright eyes):
- bright-eyed
-
2. bright-eyed (alert and lively):
eagle-ˈeyed ΕΠΊΘ
- eagle-eyed
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
with an eye to profitability phrase ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
lens eye [ˌlenzˈaɪ] ΟΥΣ
eye muscle ΟΥΣ
eye spot ΟΥΣ
by eye ΕΠΊΘ
pinhole eye [ˌpɪnhəʊlˈaɪ] ΟΥΣ
eye memory
compound eye ΟΥΣ
pit eye ΟΥΣ
chamber of the eye ΟΥΣ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.