Ber·li·ner(in) <-s, -> [bɛrˈli:nɐ] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
- Berliner(in)
- Berliner
Ber·li·ner1 <-s, -> [bɛrˈli:nɐ] ΟΥΣ αρσ ιδιωμ (süßes Stückchen)
- Berliner [Pfannkuchen]
- doughnut βρετ
- Berliner [Pfannkuchen]
- donut αμερικ
Ber·li·ner2 <-s, -> [bɛrˈli:nɐ] ΕΠΊΘ προσδιορ (aus Berlin)
- Berliner
-
Berliner ΕΠΊΘ
- eine Berliner Spezialität
-
Berliner(in) ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.