dough·nut [αμερικ ˈdoʊnʌt] ΟΥΣ
- doughnut
-
- doughnut
- Doughnut αρσ <-s, -s>
- doughnut hole αμερικ
- süßes Bällchen, das aus Doughnutteig (sozusagen dem 'Restteig' des 'fehlenden' Innenstücks) hergestellt wird
-
- doughnut βρετ
-
- ≈ doughnut βρετ
-
- doughnut βρετ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.