

- doughnut
-
- doughnut
- Doughnut αρσ <-s, -s>
- doughnut hole αμερικ
- süßes Bällchen, das aus Doughnutteig (sozusagen dem 'Restteig' des 'fehlenden' Innenstücks) hergestellt wird


-
- doughnut βρετ
-
- ≈ doughnut βρετ
-
- doughnut βρετ
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.