στο λεξικό PONS
her·ge·stellt ΡΉΜΑ
hergestellt μετ παρακειμ: herstellen
her|stel·len ΡΉΜΑ μεταβ
1. herstellen (erzeugen):
2. herstellen (zustande bringen):
- etw herstellen
-
her|stel·len ΡΉΜΑ μεταβ
1. herstellen (erzeugen):
2. herstellen (zustande bringen):
- etw herstellen
-
- in Massenfabrikation hergestellt
-
- in Massenfertigung hergestellt
-
- in Massenproduktion hergestellt
-
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.