I. spät [ʃpɛ:t] ΕΠΊΘ
II. spät [ʃpɛ:t] ΕΠΊΡΡ
Mäd·chen <-s, -> [ˈmɛ:tçən] ΟΥΣ ουδ
1. Mädchen (weibliches Wesen):
2. Mädchen veraltend (Freundin):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.