στο λεξικό PONS
I. mid·dle [ˈmɪdl̩] ΟΥΣ
1. middle:
2. middle (in time, space):
- middle
-
3. middle οικ:
4. middle (between things):
- middle
-
mid·dle-class ΕΠΊΘ
mid·dle ˈclass ΟΥΣ
1. middle class (with average income):
- middle class
-
mid·dle ˈman·age·ment ΟΥΣ no pl
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
foreign exchange middle rate ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
middle-order centre
Middle Ages ΟΥΣ
- Middle Ages
-
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
middle order centre ΧΩΡΟΤΑΞΊΑ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.