I. ein·heit·lich [ˈainhaitlɪç] ΕΠΊΘ
1. einheitlich (gleich):
2. einheitlich (in sich geschlossen):
3. einheitlich ΧΗΜ:
EU-ein·heit·lich ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.