στο λεξικό PONS


mitt·le·re, mitt·le·rer, mitt·le·res [ˈmɪtlərə] ΕΠΊΘ προσδιορ
1. mittlere (in der Mitte von zweien):
2. mittlere (durchschnittlich):
3. mittlere (ein Mittelmaß darstellend):


Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS


mittlere Verfallzeit phrase ΧΡΗΜΑΤΑΓ
mittlere Abweichung phrase CTRL


Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»


PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.