στο λεξικό PONS
I. mid·ˈterm ΟΥΣ
1. midterm no pl (mid-point):
- midterm of political office
-
- midterm of school year
- Schulhalbjahr ουδ
- midterm of school year
-
- midterm of pregnancy
-
- midterm ΠΑΝΕΠ of semester
- Semesterhälfte θηλ
- midterm of trimester
- Trimesterhälfte θηλ
II. mid·ˈterm ΕΠΊΘ αμετάβλ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.