στο λεξικό PONS
 
  
 I. young [jʌŋ] ΕΠΊΘ
1. young (not old):
2. young:
3. young (not as old):
4. young (early):
5. young (newly formed):
6. young (title):
young of·ˈfend·er ΟΥΣ βρετ ΝΟΜ
young ˈper·son ΟΥΣ βρετ ΝΟΜ
young ˈlady ΟΥΣ
2. young lady dated (girlfriend):
young of·fend·ers' in·sti·ˈtu·tion ΟΥΣ βρετ
 
  
 -  
-  second youngest
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
 
  
 young entrepreneur ΟΥΣ ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
 
  
 Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
Ορολογία μαγειρικής της Lingenio
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
