στο λεξικό PONS
im·ma·ture [ˌɪməˈtjʊəʳ, αμερικ -ˈtʊr, -ˈtjʊr] ΕΠΊΘ
2. immature:
3. immature ΕΜΠΌΡ, ΧΡΗΜΑΤΟΠ (not yet concluded):
- immature
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
immature ΕΠΊΘ ΛΟΓΙΣΤ
- immature (noch nicht abgeschlossen)
-
-
- immature
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.